ἀνάγκη

ἀνάγκη
-ης + N 1 0-1-3-17-22=43 1 Sm 22,2; Jer 9,14; 15,4; Zph 1,15; Ps 24(25),17
necessity 4 Mc 8,24; destiny Wis 19,4; compulsion, pressure 4 Mc 3,17; tribulation, punishment Wis
17,16; distress 1 Sm 22,2
κατ᾽ ἀνάγκην forcibly, by force 2 Mc 15,2; δι᾽ ἀνάγκην through compulsion 4 Mc 5,13; σιδηροδέσμοις ἀνάγκαις with unyielding chains 3 Mc 4,9
Cf. BARR 1961, 223; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀνάγκη — force fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάγκῃ — ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …   Dictionary of Greek

  • ανάγκη — η 1. αυτό που επιβάλλεται από τη φύση των πραγμάτων, το αναπόφευκτο: Έχει ανάγκη από νοσοκομειακή περίθαλψη. 2. οικονομική δυσκολία, ανέχεια: Τελευταία βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη. 3. η αποπάτηση: Πήγε να κάνει την ανάγκη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀνάγκῃ οὐδὲ θεοὶ μάχονται. — ἀνάγκῃ οὐδὲ θεοὶ μάχονται. См. Нужда закон изменяет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὀστὶς δ’ ἀνάγκῃ συγκεχώρηκεν καλῶς. — См. Терпи казак, атаман будешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κἀνάγκη — ἀνάγκη , ἀνάγκη force fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀνάγκῃ — ἀνάγκῃ , ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάγκαι — ἀνάγκη force fem nom/voc pl ἀνάγκᾱͅ , ἀνάγκη force fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάγκηι — ἀνάγκῃ , ἀνάγκη force fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγκαῖαι — ἀνάγκη force fem nom/voc pl (epic ionic) ἀναγκαῖος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”